- εσχάρωση
- η (Α ἐσχάρωσις) [εσχαρώ]ο σχηματισμός εσχάρας έλκους, το κακάδιασμα πληγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εσχαρωτικός — ή, ό (Α ἐσχαρωτικός, ή, όν) [εσχαρώ] ιατρ. ο κατάλληλος για τον σχηματισμό εσχάρας, αυτός που συντελεί στο να σχηματιστεί εσχάρωση νεοελλ. (για χημικές ουσίες) αυτός που παράγει εσχάρα σε έλκος ή πληγή αρχ. φρ. «φάρμακα ἐσχαρωτικά» καυστικά… … Dictionary of Greek